- Διώρης
- Διώρης: (1) son of Amarynceus, a leader of the Epeians, Il. 2.622.—(2) father of Automedon, Il. 17.429.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Διώρης — masc acc pl (attic epic doric) Διώρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Διώρης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρης — διοράω see through imperf ind act 2nd sg (doric) διοράω see through imperf ind act 2nd sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώρη — Διώρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Διώρης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώρεα — Διώρης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώρεος — Διώρης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώρην — Διώρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώρους — Διώρης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИОР — • Diōres, Δίωρης, см. Άμαρυγκεύς, Амаринкей, и Automedon, Автомедон … Реальный словарь классических древностей
Dióres — DIÓRES, is, Gr. Διώρης, εος, (⇒ Tab. XXV.) des Aeolus Sohn, welcher, mit dieses seines Vaters Genehmhaltung, seine Schwester, Polymela, heurathete, welche sonst Aeolus wollte hinrichten lassen, weil sie sich insgeheim mit dem Ulysses in… … Gründliches mythologisches Lexikon
Αμαρυγκεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αλέκτορα και της Διογένειας, σύμφωνα με τον Ευστάθιο, ή γιος του Θεσσαλού Πυττία, σύμφωνα με τον Παυσανία. Από άλλους αναφέρεται ως γιος του Ονησιμάχου από τις Μυκήνες, ο οποίος πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 19… … Dictionary of Greek
Βουπράσιον — Αρχαία πόλη των Επειών (Ηλείων) που αναφέρει ο Όμηρος και η οποία ονομάστηκε έτσι από την επίδοση των κατοίκων της στην κτηνοτροφία. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατρίδα του Αμαρυγκέα, συμμάχου του Αυγεία στην πάλη του με τον Ηρακλή, ενώ ο γιος… … Dictionary of Greek